Delay Time Calculator
Enter the BPM of your song and choose a note division:
Καλώς ήρθες στο blog όπου ο ήχος είναι αισθητός. Το Total Gain είναι ένα blog καταφύγιο για όσους ζουν και αναπνέουν μέσα από τις εντάσεις του Overdrive και του Distortion. Είτε ψάχνεις το τέλειο distortion πετάλι για να «σπάσεις» τα ηχεία σου, είτε θέλεις να κατανοήσεις πώς το gain διαμορφώνει τον χαρακτήρα της κιθάρας σου, βρίσκεσαι στο σωστό μέρος.
Enter the BPM of your song and choose a note division:
Select a root note and scale type:
Σε έναν κόσμο που λατρεύει τη «ζεστασιά» των λυχνιών και την παραμόρφωση των boutique ενισχυτών, δύο solid-state ενισχυτές κατάφεραν όχι απλώς να επιβιώσουν, αλλά να γίνουν θρύλοι: ο Roland Jazz Chorus 120 και η σειρά Randall RG. Δεν προσπάθησαν να μιμηθούν τις λυχνίες—προσέφεραν κάτι δικό τους: καθαρότητα, επιθετικότητα, και απόλυτη αξιοπιστία.
Παρουσιάστηκε το 1975 και άλλαξε τα δεδομένα για τον solid-state ήχο. Με 120 watt στερεοφωνικής ισχύος, δύο 12" silver-cone ηχεία, και τον θρυλικό Dimensional Space Chorus, έγινε σημείο αναφοράς για καθαρό ήχο και πλούσια modulation.
Το στερεοφωνικό chorus με BBD chip (MN3002) ήταν επαναστατικό.
Χρησιμοποιήθηκε από καλλιτέχνες όπως Andy Summers (The Police), Robert Smith (The Cure), Prince και άλλοι πολλοί.
Ξεχωρίζει για το τεράστιο headroom, την απόλυτη διαύγεια, και την φιλικότητα προς πετάλια.
Παραμένει σε παραγωγή σχεδόν 50 χρόνια μετά—σπάνιο φαινόμενο στην ιστορία των ενισχυτών.
Ο JC-120 δεν προσπάθησε να γίνει «λαμπάτος». Προσέφερε κρυστάλλινη καθαρότητα, στούντιο ποιότητας chorus, και απόλυτη σταθερότητα. Είναι ο απόλυτος καθαρός ήχος για post-punk, reggae, ambient και jazz.
Ενώ ο Roland κυριαρχούσε στον καθαρό ήχο, η σειρά Randall RG έφερε την επανάσταση στην παραμόρφωση. Ο RG100ES έγινε λατρεμένος από metal κιθαρίστες στα τέλη του ’80 και αρχές ’90.
Ο Dimebag Darrell των Pantera τον χρησιμοποίησε για τον χαρακτηριστικό του ήχο.
Ξεχωρίζει για σφιχτό low-end, επιθετικό gain, και ακατέργαστη δύναμη.
Solid-state σχεδίαση σημαίνει χαμηλή συντήρηση, υψηλή αξιοπιστία, και προσιτή αγριότητα.
Η Randall δεν προσπάθησε να μιμηθεί τις λυχνίες. Έδωσε ωμή, γρήγορη, ανελέητη παραμόρφωση που καθόρισε μια εποχή σκληρής μουσικής.
Αγκαλιάζουν την ταυτότητά τους: Δεν προσποιούνται ότι είναι λαμπάτοι—είναι κάτι άλλο.
Διαμόρφωσαν είδη: JC-120 για καθαρότητα και chorus, Randall RG για metal και hardcore.
Απέδειξαν ότι το solid-state δεν είναι δεύτερης κατηγορίας: Είναι απλώς διαφορετικό—και συχνά, ακριβώς αυτό που χρειάζεσαι. Θα μπορούσαμε να επεκτείνουμε και με άλλους solid-state θρύλους όπως Peavey Bandit ή Lab Series L5 του B.B. King αλλά έχουμε καλύψει την ουσία του θέματος.
Είτε ψάχνεις για καθαρότητα είτε για παραμόρφωση, αυτοί οι ενισχυτές δείχνουν ότι ο ήχος είναι θέμα σχεδίασης και όχι δόγματος.
📄 English text: Δες το άρθρο στα αγγλικά
Low-Gain Overdrive: Ο Τόνος και το χαμηλό gain.
Συμπληρωματικό άρθρο στο “Stacking Overdrive με Booster”
Πετάλι | Χαρακτηριστικά | Ιδανικό για |
Keeler Push | Απλό, με ένα μόνο κουμπί. Πλούσιο harmonic content, εξαιρετικό για stacking. | Indie, alt-rock, expressive blues |
EarthQuaker Devices Speaker Cranker | Raw, uncompressed overdrive. Δεν έχει tone/gain controls — μόνο volume. | Garage rock, punk, vintage grit |
Lovepedal JTM | Εμπνευσμένο από τον ήχο των πρώτων Marshall JTM45. Θερμό, στρογγυλό overdrive. | Classic rock, British blues |
Electra Distortion (clones) | Βασισμένο στο vintage circuit της Electra. Απλό, με φυσική αίσθηση. | Roots rock, Americana, stacking |
Fairfield Circuitry Barbershop | Εξαιρετικά διαφανές overdrive με sag control. Αντιδρά σαν ενισχυτής. | Jazz, funk, touch-sensitive playing |
Greer Lightspeed | Καθαρό, open overdrive με ελαφριά συμπίεση. | Country, pop, studio tones |
Stacking: Συνδύασε δύο low-gain πετάλια για να δημιουργήσεις πολυεπίπεδο τόνο.
Π.χ. Speaker Cranker → Lightspeed για raw + refined.What we’ve got here is a surface-mount layout—SMD components all the way.
It’s definitely not a Big Muff clone.
Think of it as a lo-fi cousin of the Tone Machine—less refined, more brutal, and perfect for garage psych or synth abuse.
Originally released in 1971, the Tone Machine was a fuzz monster—thick, aggressive, and with a gnarly octave-up mode. It was discontinued in the late '70s.
For under 10€, this is kind of insane.
You won’t find vintage carbon comp resistors or big old caps here—it’s all modern SMD with 4 2N5172 transistors. But if it nails the tone, who cares?
Not only does this pedal mimic the fOXX Tone Machine’s layout, but it goes further—packing four 2N5172 transistors. That’s more gain, more bite, and potentially more fuzz.
(For a more vintage sound you can swap the transistor easily, and that’s one of the best ways to shape the character of the fuzz.)
Silicon NPN transistor, known for low noise and high gain.
Common in vintage fuzz circuits like the Big Muff.
Adds tight response and aggressive clipping—perfect for doom and sludge.
| Transistor | Typical Gain (hFE) | Noise Level | Tone Character | Common Use |
|---|---|---|---|---|
| 2N3565 | ~200–300 | Low | Smooth, vintage fuzz | Harmonic Percolator, DIY fuzzes |
| 2N5172 | ~400–500 | Very Low | High-gain, aggressive fuzz | Big Muff clones, modern fuzz builds |
2N3565: Medium gain, great for vintage-style fuzz with a bit of texture. Can produce slight octave effects in older units.
2N5172: Higher gain, tighter response, and more saturation. Ideal for doom, sludge, and stacked fuzz tones.
Let’s plug it in and see if it roars.
Both pedals are beloved in the guitar world, but they cater to slightly different sonic preferences. Here's a breakdown to help you decide which suits your style better.
| Feature | MXR ZW-44 | Boss SD-1 Super Overdrive |
|---|---|---|
| Gain Level | High | Medium |
| Tone Transparency | Colored | Transparent |
| Low-End Retention | Strong | Slight cut |
| Ideal Genre | Metal, Hard Rock | Classic Rock, Blues |
| Price Point | Higher (used market) | Lower (new and used) |
Some players even mod the SD-1 to match the ZW-44 specs.
Yes — the MXR Zakk Wylde Overdrive (ZW-44) does not include an output buffer, unlike the Boss SD-1, which features both input and output buffering as part of its FET switching system.
| Feature | ZW-44 | SD-1 |
|---|---|---|
| Output Buffer | Not present | Present |
| Bypass Type | True bypass (mechanical) | Buffered bypass (FET) |
| Impedance Handling | Less consistent | Stable across setups |
Without an output buffer, the ZW-44 is more susceptible to tone loss, especially with long cable runs or low-impedance loads. It’s best placed in front of the amp.
The SD-1’s output buffer is part of its Boss-standard FET switching system, which ensures consistent output impedance whether the pedal is on or off. The ZW-44, being a simpler MXR-style design, opts for true bypass and omits the buffer.
If you're building or modding your own version, adding an output buffer to the ZW-44 circuit is totally doable—but I don't recommend this mod.
Και τα δύο πετάλια είναι αγαπημένα στον κόσμο της κιθάρας, αλλά απευθύνονται σε διαφορετικές ηχητικές προτιμήσεις. Δείτε παρακάτω την ανάλυση για να αποφασίσετε ποιο ταιριάζει καλύτερα στο στυλ σας.
| Χαρακτηριστικό | ZW-44 | SD-1 |
|---|---|---|
| Επίπεδο Gain | Υψηλό | Μεσαίο |
| Διαφάνεια Ήχου | Χρωματισμένος | Διαφανής |
| Διατήρηση Χαμηλών | Ισχυρή | Μικρή απώλεια |
| Ιδανικό Είδος | Metal, Hard Rock | Classic Rock, Blues |
| Χαρακτηριστικό | Clean Boost | Overdrive / Distortion |
|---|---|---|
| Σκοπός | Ενίσχυση σήματος χωρίς παραμόρφωση | Ενίσχυση + παραμόρφωση μέσω clipping |
| Clipping | Απουσιάζει | Υπάρχει (διόδοι ή opamp saturation) |
| Gain Range | Έως 20–30 dB (ή και 40+ dB) | Περιορίζεται από το clipping |
| Τάση Εξόδου | Μπορεί να φτάσει κοντά στο rail | Περιορίζεται από το threshold των διόδων |
| Χρήση | Για να "πιέσει" τον ενισχυτή | Για να προσθέσει χαρακτήρα/drive |
Ένα pedal όπως το MXR Micro Amp ή το LPB-1 της Electro-Harmonix μπορεί να δώσει:
Αν θέλεις καθαρή ενίσχυση, τα booster pedals είναι πιο κατάλληλα. Αν θέλεις χαρακτήρα, παραμόρφωση και δυναμική, τα overdrive/distortion pedals είναι η λύση — αλλά με περιορισμένο πραγματικό gain λόγω clipping.
In the world of electric guitar, the riff is more than just a sequence of notes—it’s a sonic vision. Before fingers touch strings, before amplifiers hum to life, the guitarist must already hear the sound in their mind. This internal hearing—the ability to imagine the tone, the distortion, the texture—is the first and most essential step in creating a powerful musical experience. Without it, even the most advanced gear becomes meaningless.
Many aspiring musicians focus on acquiring the right equipment: pedals, amps, plugins, and software. But the truth is, technology alone cannot create soul. The sound must be born from intention. Even when the tools to produce a specific tone are unavailable, the artist’s inner ear must guide the process. If you know what you want to hear, the rest will follow. The gear, the settings, the techniques—they all serve the vision. Without that vision, they’re just noise.
Music theory and technical exercises are valuable. They build discipline, structure, and understanding. But when it comes to crafting distorted soundscapes, layered effects, and emotionally charged riffs, imagination plays a bigger role. The creation of sound is not just a mathematical equation —it’s a blend of intuition, experimentation, and emotional resonance. You can’t learn that from a textbook. You have to feel it, hear it, and chase it.
In today’s music scene, technology is abundant. But ringing the tech bell for the sake of novelty leads nowhere. A song should never be built around a plugin or a preset. Instead, technology should serve the story. It should amplify the emotion, deepen the atmosphere, and elevate the message. When the roles are reversed —when the story is bent to fit the tech—the result is hollow. Success lies in using tools to express something real, not in showcasing the tools themselves.
The electric guitar riff is a form of storytelling. It begins in silence, in the mind of the musician, long before it’s heard through speakers. To truly master the art of sound, one must first learn to listen inwardly. Technology, theory, and technique are all important —but they are secondary to the artist’s vision. Hear it first. Play it second. Let the gear follow your imagination, not the other way around.
Στον κόσμο της ηλεκτρικής κιθάρας, το ριφ δεν είναι απλώς μια ακολουθία από νότες —είναι μια ηχητική σύλληψη. Πριν τα δάχτυλα αγγίξουν τις χορδές, πριν οι ενισχυτές πάρουν μπρος, ο κιθαρίστας πρέπει ήδη να έχει ακούσει τον ήχο μέσα στο μυαλό του. Αυτή η εσωτερική ακρόαση —η ικανότητα να φαντάζεσαι τον τόνο, την παραμόρφωση, την υφή —είναι το πρώτο και πιο ουσιαστικό βήμα για τη δημιουργία μιας δυνατής μουσικής εμπειρίας. Χωρίς αυτό, ακόμα και ο πιο εξελιγμένος εξοπλισμός είναι άχρηστος.
Πολλοί μουσικοί εστιάζουν στην απόκτηση του σωστού εξοπλισμού: πετάλια, ενισχυτές, plugins και λογισμικά. Όμως η αλήθεια είναι πως η τεχνολογία από μόνη της δεν δημιουργεί ψυχή και ο ήχος πρέπει να γεννηθεί από την πρόθεση του μουσικού. Ακόμα κι όταν δεν υπάρχουν τα μέσα για να παραχθεί ένας συγκεκριμένος τόνος, το εσωτερικό αυτί του καλλιτέχνη πρέπει να καθοδηγεί τη διαδικασία. Αν ξέρεις τι θέλεις να ακούσεις, τα υπόλοιπα θα βρεθούν. Ο εξοπλισμός, οι ρυθμίσεις, οι τεχνικές —όλα υπηρετούν το όραμα. Χωρίς αυτό, όλα είναι απλώς ένας θόρυβος.
Η μουσική θεωρία και οι τεχνικές ασκήσεις είναι πολύτιμες. Χτίζουν πειθαρχία, δομή και κατανόηση. Όμως όταν πρόκειται για τη δημιουργία παραμορφωμένων ηχοτοπίων, εφέ και συναισθηματικά φορτισμένων ριφ, η φαντασία παίζει μεγαλύτερο ρόλο. Η δημιουργία ήχου δεν είναι απλώς μια μαθηματική εξίσωση —είναι ένα μείγμα διαίσθησης, πειραματισμού και συναισθηματικής σύνδεσης. Δεν μαθαίνεται από βιβλία. Πρέπει να το φανταστείς, να το νιώσεις, να το ακούσεις και να το πραγματοποιήσεις.
Στη σύγχρονη μουσική σκηνή, η τεχνολογία είναι άφθονη. Όμως το να χρησιμοποιείται απλώς για εντυπωσιασμό δεν οδηγεί πουθενά. Ένα κομμάτι δεν πρέπει να χτίζεται γύρω από ένα plugin ή ένα preset. Η τεχνολογία πρέπει να υπηρετεί την ιστορία. Να ενισχύει το συναίσθημα, να βαθαίνει την ατμόσφαιρα, να αναδεικνύει το μήνυμα. Όταν οι ρόλοι αντιστρέφονται —όταν η ιστορία προσαρμόζεται στην τεχνολογία —το αποτέλεσμα είναι κενό. Η επιτυχία βρίσκεται στη χρήση των εργαλείων για να εκφράσεις κάτι αληθινό, όχι για να επιδείξεις τα ίδια τα εργαλεία.
Το ριφ της ηλεκτρικής κιθάρας είναι μια μορφή αφήγησης. Ξεκινά στη σιωπή, στο μυαλό του μουσικού, πολύ πριν ακουστεί από τα ηχεία. Για να κατακτήσεις πραγματικά την τέχνη του ήχου, πρέπει πρώτα να μάθεις να ακούς εσωτερικά. Η τεχνολογία, η θεωρία και η τεχνική είναι σημαντικές —αλλά έρχονται δεύτερες μετά το όραμα του καλλιτέχνη. Άκου το πρώτα. Παίξ’ το μετά. Άσε τον εξοπλισμό να ακολουθήσει τη φαντασία σου, όχι το αντίστροφο.
Από το sludge στο stoner: Η τελειότητα της ακραίας παραμόρφωσης
Καλώς ήρθατε στον κόσμο του "Doom Fuzz", όπου ο ήχος της κιθάρας μετατρέπεται σε έναν συντριπτικό τοίχο παραμόρφωσης, ιδανικό για να χτίσει βαριά riffs και ατμοσφαιρικά ηχοτοπία. Αυτή η ενότητα χρησιμεύει ως εισαγωγή σε έναν συγκεκριμένο τύπο fuzz pedal, αυτόν που έχει σχεδιαστεί για να αποδίδει τον χαρακτηριστικό, βαρύ και κορεσμένο τόνο που είναι συνώνυμος με το Doom Metal και τα συγγενικά του είδη.
Το Doom Fuzz δεν είναι απλώς ένα fuzz pedal. Είναι ένα εργαλείο που μεγιστοποιεί το sustain, τη συμπίεση και, κυρίως, την "χαμηλή συχνότητα (low-end)", δημιουργώντας έναν ήχο που μπορεί να γεμίσει ολόκληρους χώρους με τη βαρύτητά του. Συχνά χαρακτηρίζεται από έναν "βρώμικο", "βουρκώδη" ήχο, με τεράστιο όγκο και μια αίσθηση "καταστροφής". Από τα πρωτοποριακά riffs των Black Sabbath μέχρι τις σύγχρονες μπάντες του stoner, sludge και drone metal, το doom fuzz είναι η καρδιά του ήχου, προσφέροντας μια μοναδική αισθητική που συνδυάζει την ωμή δύναμη με την ατμοσφαιρική μελαγχολία.
Εδώ, θα εξερευνήσουμε την πορεία του doom fuzz, από τις ρίζες του στα κλασικά fuzz pedals μέχρι την εξειδίκευσή του για τα ακραία είδη metal. Αυτή η ενότητα παρέχει ένα χρονολογικό πλαίσιο, επιτρέποντάς σας να δείτε πώς εξελίχθηκαν οι τεχνολογίες και οι προτιμήσεις των μουσικών, οδηγώντας στη δημιουργία των σύγχρονων "θηρίων" του doom fuzz.
Οι Ρίζες στο Vintage Fuzz (1960s-1970s): Ο ήχος που αργότερα θα γινόταν "doom fuzz" έχει τις ρίζες του σε κλασικά fuzz pedals όπως το Electro-Harmonix Big Muff Pi και το Tone Bender. Αυτά τα pedals, με τον τεράστιο κορεσμό και το sustain τους, χρησιμοποιήθηκαν από πρωτοπόρους όπως οι Black Sabbath για να δημιουργήσουν τον αρχικό, βαρύ ήχο του heavy metal.
Η Γέννηση του Doom Metal (1980s): Κατά τη δεκαετία του '80, μπάντες όπως οι Candlemass και οι Saint Vitus εδραίωσαν το είδος του Doom Metal, βασιζόμενες σε αργά tempos, σκοτεινή ατμόσφαιρα και, φυσικά, έναν βαρύ, fuzz-οειδή τόνο. Συχνά, χρησιμοποιούσαν vintage Big Muffs ή παραλλαγές τους.
Δεκαετία του '90: Sludge, Stoner και η Αναζήτηση του Βάρους. Η δεκαετία του '90 είδε την εμφάνιση υποειδών όπως το sludge metal (π.χ. Eyehategod, Crowbar) και το stoner rock/metal (π.χ. Kyuss, Sleep), τα οποία έδωσαν ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στον βαρύ, χαμηλο-συχνοτικό fuzz τόνο. Αυτή η περίοδος οδήγησε σε τροποποιήσεις υπαρχόντων fuzz pedals και την αναζήτηση για ακόμα πιο ακραία επίπεδα κορεσμού και όγκου.
2000s και Μετά: Η Χρυσή Εποχή του Boutique Doom Fuzz. Η νέα χιλιετία είδε μια έκρηξη στην αγορά των boutique κατασκευαστών pedals, πολλοί από τους οποίους ειδικεύτηκαν στη δημιουργία fuzz pedals αποκλειστικά για doom και συναφή είδη. Αυτά τα pedals σχεδιάστηκαν από την αρχή για να προσφέρουν τεράστιο low-end, άφθονο gain, και μοναδικές ρυθμίσεις EQ, γίνοντας τα σύγχρονα "εργαλεία" για τους κιθαρίστες του doom.
Τα σύγχρονα doom fuzz pedals έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και ρυθμίσεις που τα καθιστούν ιδανικά για τον βαρύ, κορεσμένο ήχο που απαιτούν τα είδη doom metal, stoner και sludge. Η κατανόηση αυτών των στοιχείων είναι κρίσιμη για να επιλέξετε το κατάλληλο pedal για τις ανάγκες σας.
Βασικές Ρυθμίσεις (Πέρα από Volume, Tone, Sustain):
Χαρακτηριστικά Ήχου:
1. Massive Low-End:
Το πιο καθοριστικό χαρακτηριστικό. Τα doom fuzzes είναι σχεδιασμένα να παράγουν έναν τεράστιο, βαρύ ήχο στις χαμηλές συχνότητες, γεμίζοντας τον χώρο.
2. Υψηλό Gain & Κορεσμός:
Προσφέρουν άφθονο gain, συχνά φτάνοντας σε επίπεδα που ξεπερνούν τα παραδοσιακά distortion pedals, με αποτέλεσμα έναν πυκνό, κορεσμένο τόνο.
3. Μακρύ Sustain:
Ο ήχος διατηρείται για μεγάλο χρονικό διάστημα, επιτρέποντας στα riffs να "κρεμούν" και να δημιουργούν μια αίσθηση βάρους και ατμόσφαιρας.
4. "Gating" ή "Splutter":
Ορισμένα doom fuzzes έχουν έναν χαρακτηριστικό ήχο "gating" (όπου ο ήχος κόβεται απότομα όταν σταματάτε να παίζετε) ή "splutter" (ένας σπασμένος, χαοτικός ήχος), προσθέτοντας μια ακατέργαστη, βιομηχανική αίσθηση.
Αυτή η ενότητα παρουσιάζει μερικά από τα πιο δημοφιλή και αξιόλογα σύγχρονα fuzz pedals που έχουν αγαπηθεί από τους κιθαρίστες του doom metal και των συγγενικών ειδών. Η λίστα αυτή είναι ενδεικτική, καθώς η αγορά είναι γεμάτη με εξαιρετικά boutique pedals που συνεχώς καινοτομούν.
Electro-Harmonix Green Russian Big Muff Pi Reissue (Κυκλοφορία: 2017)
Μια πιστή επανέκδοση του θρυλικού "Russian" Big Muff, γνωστό για τον ομαλό, πλούσιο και βαρύ τόνο του, με άφθονο low-end. Ένα staple για stoner και doom.
EarthQuaker Devices Hoof Fuzz (Κυκλοφορία: 2010)
Ένα versatile fuzz pedal που βασίζεται στο Big Muff, αλλά με έναν πιο ομαλό και λιγότερο "scooped" τόνο, προσφέροντας μεγάλη γκάμα από vintage μέχρι σύγχρονο fuzz, ιδανικό για βαρείς ήχους.
Fuzzrocious BlastFurnace (Κυκλοφορία: 2009)
Ένα high-gain fuzz pedal με επιθετικό, "βιομηχανικό" τόνο, ιδανικό για noise rock, doom και metal. Προσφέρει μεγάλη ευελιξία και δυνατότητα "gating" για σπασμένους ήχους.
Black Arts Toneworks Pharaoh Fuzz (Κυκλοφορία: 2009)
Ένα εξαιρετικά δημοφιλές boutique fuzz, γνωστό για τον τεράστιο όγκο, το sustain και τις ευέλικτες ρυθμίσεις του, που του επιτρέπουν να παράγει από vintage fuzz μέχρι σύγχρονο, βαρύ doom τόνο.
Wren and Cuff Tall Font Russian (Κυκλοφορία: 2006)
Μια ακριβής αναπαραγωγή του σπάνιου "Tall Font" Green Russian Big Muff, προσφέροντας τον αυθεντικό, βαρύ και "βουρκώδη" τόνο που αγαπούν οι οπαδοί του doom.
Fuzzlord Effects FUZZ (Κυκλοφορία: 2018)
Ένα σύγχρονο fuzz pedal σχεδιασμένο ειδικά για βαρείς τόνους, με τεράστιο low-end, άφθονο gain και έναν επιθετικό, συντριπτικό χαρακτήρα, ιδανικό για doom και sludge metal.
Dunlop JHF1 Jimi Hendrix Fuzz Face (με τροποποιήσεις) (Κυκλοφορία: 1990s - βάση)
Ενώ είναι vintage, πολλά σύγχρονα doom fuzzes βασίζονται σε τροποποιημένα κυκλώματα Fuzz Face, ενισχύοντας τα μπάσα και το gain για να ταιριάζουν στις απαιτήσεις του doom. Αποτελεί συχνά τη βάση για boutique δημιουργίες.
DOD Carcosa Fuzz (Κυκλοφορία: 2016)
Ένα ευέλικτο fuzz με μεγάλη γκάμα τόνων, από vintage "splutter" μέχρι σύγχρονο, βαρύ fuzz. Οι ρυθμίσεις "Before" και "After" επιτρέπουν τον έλεγχο της υφής του clipping.
Αυτό το διαδραστικό χρονολόγιο προσφέρει μια οπτική αναπαράσταση των περιόδων κυκλοφορίας ή της κύριας δημοτικότητας των βασικών σύγχρονων fuzz pedals για doom metal. Κάθε μπάρα αντιστοιχεί σε ένα pedal, επιτρέποντάς σας να συγκρίνετε πότε εμφανίστηκαν και πώς αλληλεπικαλύπτονταν οι περίοδοί τους. Αυτή η οπτικοποίηση βοηθά στην κατανόηση της εξέλιξης της τεχνολογίας και των τάσεων στον ήχο της κιθάρας. Λάβετε υπόψη ότι αυτή η λίστα περιλαμβάνει μόνο ένα δείγμα από τα αμέτρητα αξιόλογα pedals που έχουν κυκλοφορήσει στην αγορά.
Ένας Διαδραστικός Οδηγός για τον Τόνο
Αυτή η ενότητα παρέχει μια εισαγωγή στη σημασία του πάχους και των ειδών των χορδών για τον ήχο και την αίσθηση της κιθάρας. Εξηγεί γιατί η επιλογή των χορδών είναι κάτι περισσότερο από μια απλή τεχνική λεπτομέρεια και αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την έκφραση και την ευκολία στο παίξιμο. Η κατανόηση αυτών των βασικών αρχών θα βοηθήσει να αξιοποιήσετε πλήρως τις πληροφορίες που ακολουθούν.
Το πάχος των χορδών (string gauge) είναι μια από τις πιο σημαντικές και συχνά υποτιμημένες παραμέτρους που επηρεάζουν τον ήχο και την αίσθηση μιας κιθάρας. Αναφέρεται στη διάμετρο κάθε χορδής, μετρημένη σε χιλιοστά της ίντσας (π.χ., ένα σετ .009-.042 σημαίνει ότι η λεπτότερη χορδή είναι 0.009 ίντσες και η παχύτερη 0.042 ίντσες). Η επιλογή του σωστού πάχους μπορεί να μεταμορφώσει την εμπειρία παιξίματος και τον τελικό τόνο. Ας έχουμε επίσης υπόψη μας πως σε μια μίξη ένα σετ λεπτές χορδές θα ακούγεται πιο καθαρά αλλά αυτό δεν είναι πάντα το μοναδικό κριτήριο για την σωστή επιλογή.
Εδώ θα εξερευνήσετε τις άμεσες επιδράσεις του πάχους των χορδών στον τελικό ήχο της κιθάρας σας. Κάθε παράγραφος εξηγεί μια διαφορετική πτυχή της ηχητικής απόκρισης, από τον όγκο μέχρι την απόκριση στην παραμόρφωση, βοηθώντας σας να κατανοήσετε πώς οι μικρές διαφορές στο πάχος μπορούν να οδηγήσουν σε μεγάλες τονικές αλλαγές.
Όγκος και Πληρότητα (Fullness): Γενικά, οι "παχύτερες χορδές" παράγουν έναν πιο γεμάτο, πιο πλούσιο και πιο δυνατό ήχο. Έχουν μεγαλύτερη μάζα, η οποία μεταφράζεται σε περισσότερη ενέργεια δόνησης, οδηγώντας σε αυξημένο όγκο και πληρέστερο χαμηλό φάσμα (μπάσα). Οι "λεπτότερες χορδές" τείνουν να ακούγονται πιο "λεπτές" και λιγότερο γεμάτες.
Sustain: Οι παχύτερες χορδές, λόγω της μεγαλύτερης μάζας τους, τείνουν να δονώνται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, προσφέροντας "περισσότερο sustain". Αυτό είναι ιδιαίτερα επιθυμητό σε στυλ που απαιτούν μεγάλη διάρκεια της νότας.
Φωτεινότητα και Ευκρίνεια (Brightness & Clarity): Οι "λεπτότερες χορδές" συχνά ακούγονται πιο φωτεινές και έχουν πιο έντονη απόκριση στις υψηλές συχνότητες. Αυτό μπορεί να προσφέρει μεγαλύτερη ευκρίνεια και "σπινθηροβόλο" τόνο, ειδικά για καθαρούς ήχους ή για τεχνικές όπως το tapping. Αντίθετα, οι παχύτερες χορδές μπορεί να έχουν έναν πιο "σκοτεινό" ή "στρογγυλό" τόνο.
Χαρακτήρας των Overtones/Harmonics: Το πάχος επηρεάζει επίσης το πώς παράγονται οι αρμονικές (overtones). Οι παχύτερες χορδές μπορούν να παράγουν πιο σύνθετες και πλούσιες αρμονικές, ενώ οι λεπτότερες μπορεί να έχουν πιο απλές αρμονικές.
Απόκριση σε Παραμόρφωση (Distortion): Οι παχύτερες χορδές μπορούν να "χειριστούν" καλύτερα την υψηλή παραμόρφωση, διατηρώντας την ευκρίνεια και τον ορισμό της κάθε νότας, χωρίς να γίνονται "λασπωμένες" (muddy). Οι λεπτότερες χορδές μπορεί να γίνουν πιο "fizz" (ψηφιακός θόρυβος) ή να χάσουν τον ορισμό τους με υπερβολική παραμόρφωση. Όλα λοιπόν όσα αναφέρθηκαν καθορίζουν και το πως θα διαμορφωθεί κάθε κύκλωμα που θα λάβει το σήμα από τις χορδές, για να διαχειριστεί σωστά τις συχνότητες.
Εκτός από τον ήχο, το πάχος των χορδών επηρεάζει άμεσα την αίσθηση της κιθάρας στα χέρια σας και την ευκολία με την οποία μπορείτε να παίξετε. Αυτή η ενότητα αναλύει πώς παράγοντες όπως η τάση, το bending και η κόπωση των δαχτύλων συνδέονται με την επιλογή του πάχους, βοηθώντας σας να βρείτε την ιδανική ισορροπία μεταξύ ήχου και άνεσης.
Τάση (Tension): Οι παχύτερες χορδές έχουν **υψηλότερη τάση** στην ίδια νότα και κλίμακα. Αυτό σημαίνει ότι απαιτούν περισσότερη δύναμη για να πατηθούν και να λυγίσουν (bend).
Bending και Vibrato: Οι "λεπτότερες χορδές" είναι πολύ πιο εύκολες στο bending και στο vibrato, καθιστώντας τις ιδανικές για στυλ που βασίζονται σε αυτές τις τεχνικές (π.χ., blues, rock soloing). Οι παχύτερες χορδές απαιτούν σημαντικά περισσότερη δύναμη, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε κόπωση των δαχτύλων.
Action και Fret Buzz: Οι παχύτερες χορδές, λόγω της μεγαλύτερης δόνησής τους, μπορεί να απαιτούν "υψηλότερο action" (απόσταση χορδών από τα τάστα) για να αποφευχθεί το fret buzz (ο ανεπιθύμητος ήχος που παράγεται όταν η χορδή χτυπάει στα τάστα). Αυτό μπορεί να επηρεάσει την άνεση παιξίματος.
Κόπωση Δαχτύλων: Το παίξιμο με παχύτερες χορδές για παρατεταμένες περιόδους μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη κόπωση και πόνο στα δάχτυλα, ειδικά για αρχάριους ή παίκτες με λιγότερη δύναμη.
Κούρδισμα και Intonation: Η υψηλότερη τάση των παχύτερων χορδών μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερη σταθερότητα κουρδίσματος, αλλά μπορεί επίσης να απαιτήσει μικρές ρυθμίσεις στο intonation (διορθώσεις για να κουρδίζουν σωστά οι νότες σε όλο το μήκος της ταστιέρας).
Η επιλογή του ιδανικού πάχους χορδών είναι μια προσωπική απόφαση που επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες. Εδώ θα βρείτε τους σημαντικότερους παράγοντες που πρέπει να λάβετε υπόψη, από το στυλ παιξίματος μέχρι τον τύπο της κιθάρας σας, για να κάνετε την καλύτερη επιλογή.
Στυλ Παιξίματος:
Τύπος Κιθάρας και Μήκος Κλίμακας (Scale Length):
Κούρδισμα: Αν χρησιμοποιείτε "drop tunings" (π.χ., Drop D, Drop C) ή γενικά χαμηλότερα κουρδίσματα, θα χρειαστείτε "παχύτερες χορδές" για να διατηρήσετε την απαραίτητη τάση και να αποφύγετε το "floppiness" (χαλαρότητα) και το fret buzz.
Προσωπική Προτίμηση και Άνεση: Τελικά, το πιο σημαντικό είναι να επιλέξετε ένα πάχος που να σας βολεύει στο παίξιμο και να σας δίνει τον ήχο που επιθυμείτε. Μην φοβάστε να πειραματιστείτε!
Πέρα από το πάχος, το υλικό κατασκευής και ο τρόπος περιέλιξης των χορδών επηρεάζουν σημαντικά τον ήχο, την αίσθηση και τη διάρκεια ζωής τους. Κάντε κλικ στους τίτλους για να εξερευνήσετε τα διάφορα είδη χορδών.
Για Ηλεκτρική Κιθάρα:
Για Ακουστική Κιθάρα:
Για Κλασική Κιθάρα:
Πολλές χορδές διαθέτουν πλέον μια λεπτή πολυμερή επίστρωση που προστατεύει από τη βρωμιά και την οξείδωση, παρατείνοντας σημαντικά τη διάρκεια ζωής τους. Οι σύγχρονες επιστρώσεις ελαχιστοποιούν την επίδραση στον τόνο, προσφέροντας παρόμοια αίσθηση με τις μη επιστρωμένες χορδές, αλλά με μεγαλύτερη αντοχή.